- ὁρμίσκοι
- ὁρμίσκοςsmall necklacemasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
монисто — МОНИСТ|О (7*), А с. Вид шейного украшения: ѥще же и монисты златыими. и камении различьныими. отъ приводѧщиихъ ˫а ѡдѣватисѧ. (κоσμίοις) КЕ XII, 56б; раби его прѣди текѹще мнози. въ брачинѣ. и въ гривьнахъ златыхъ. а друзии позадi въ монистѣхъ и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ισίκ-Κουλ — (Ysyk Köl). Λίμνη (6.236 τ. χλμ.) της κεντρικής Ασίας, ΒΑ της Δημοκρατίας της Κιργισίας, επάνω στα όρη Τιάν. Είναι μία από τις μεγαλύτερες ορεινές λίμνες του κόσμου και βρίσκεται σε υψόμετρο 1.607 μ. Έχει μήκος 178 χλμ., μέγιστο πλάτος 60 χλμ.… … Dictionary of Greek